- πολυκώθων
- πολυ-κώθων, ωνος, ὁ, ἡ,A wine-bibber, Polem.Hist.79.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυκώθων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που πίνει πολλά ποτήρια κρασί, ο μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κώθων (< κώθων «είδος ποτηριού»), πρβλ. ακρατο κώθων] … Dictionary of Greek
πολυκώθωνος — πολυκώθων wine bibber masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)